- τροχιλιοειδής
- -ές, Νφρ. «τροχιλιοειδής [ή εφιπποειδής] διάρθρωση»ανατ. άρθρωση κατά την οποία οι δύο συναπτόμενες επιφάνειες εμφανίζουν σχήμα εφιππίου, σέλας, και η οποία επιτρέπει την εκτέλεση κινήσεων γύρω από δύο άξονες, όπως είναι λ.χ. η καρπομετακάρπια άρθρωση τού αντίχειρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχιλία + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.